Το ζήτημα της καταλανικής ανεξαρτησίας είναι μια περίπλοκη υπόθεση. Μπορεί να προσγειώθηκε στην ευρωπαϊκή (και την ελληνική) επικαιρότητα με πάταγο, λόγω του δημοψηφίσματος και της ωμής και δυσανάλογης κατασταλτικής βίας που χρησιμοποίησε το –εθισμένο σε τέτοιες συμπεριφορές- συγκεντρωτικό ισπανικό κράτος, αλλά ως ζήτημα υπάρχει και εξελίσσεται σταθερά μέσα στα προηγούμενα χρόνια. Η προσέγγισή του πρέπει να γίνεται πέρα από ιδεοληπτικές κορόνες και εύκολη συνθηματολογία. Η επίκληση δρόμων «από την εθνική στην ταξική χειραφέτηση» ή μια γενικόλογη «αλληλεγγύη στο λαό της Καταλονίας», είναι χαρακτηριστική τέτοιων προσεγγίσεων. Όποιος και όποια καταπιάνεται με το ζήτημα οφείλει να γνωρίζει –έστω και λίγο- τις συνθήκες από τις οποίες αυτό προέκυψε. Γι’ αυτό και πριν να εκφραστεί μια άποψη, είναι χρήσιμη μια σύντομη εξιστόρηση των πολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών και ταξικών δεδομένων που περιβάλλουν το καταλανικό ζήτημα.
Μετά το θάνατο του Φράνκο και την ισπανική Μετάβαση στη δημοκρατία, ψηφίστηκε το σύνταγμα του 1978, το οποίο χώρισε το ισπανικό κράτος (και έθνος, όπως αναφέρει το σύνταγμα) σε 17 αυτόνομες κοινότητες με αυξημένες αυτοδιοικητικές δυνατότητες. Η εξέλιξη αυτή ήταν αρνητική για τους υπερασπιστές της πλήρους ανεξαρτησίας περιοχών όπως η Χώρα των Βάσκων ή η Καταλονία, αλλά σηματοδότησε μια στροφή από το συγκεντρωτικό φρανκικό μοντέλο και παρείχε στις Αυτονομίες τη δυνατότητα να αποφασίζουν έκτοτε μόνες τους –μεταξύ άλλων- για ζητήματα Πολιτισμού, Μεταφορών, Δημόσιας Ασφάλειας… Στην υγεία, την εκπαίδευση και τη δικαιοσύνη υπάρχει συναρμοδιότητα με το ισπανικό κράτος. Μια πρώτη παρατήρηση είναι ότι η αποδοχή του συστήματος των Αυτονομιών τέθηκε –για διαφορετικούς λόγους- σε δημοψήφισμα μόνο σε 4 περιοχές: τη Γαλικία, την Ανδαλουσία, την Καταλονία και τη Χώρα των Βάσκων. Το 1979, στην Καταλονία το 88% ψήφισε υπέρ της συνταγματικής (και υπαγόμενης στην Ισπανία) Αυτονομίας, γεγονός που αφαίρεσε τη δυναμική για έναν πιθανό αγώνα για ανεξαρτησία. Ομοίως και στη Χώρα των Βάσκων το 90% ψήφισε ναι, κόντρα στο 10% που υποστηρίχθηκε από το Herri Batasuna και την ETA και επιθυμούσε την πλήρη απόσχιση.
Μια μικρή παρατήρηση σ’ αυτό το σημείο: Η Αυτονομία της Καταλονίας δεν περιλαμβάνει την Αυτονομία της Κοινότητας της Βαλένθια ούτε αυτή των Βαλεαρίδων Νήσων, περιοχές όπου μιλιούνται ευρέως καταλανικές διάλεκτοι και επιβιώνουν αντίστοιχα πολιτισμικά έθιμα. Ο πανκαταλανισμός ως εθνικιστική ιδεολογία περιλαμβάνει αυτές τις περιοχές, ένα κομμάτι της Αραγόνας, ένα κομμάτι της νότιας Γαλλίας και το πριγκηπάτο της Ανδόρρας. Το δημοψήφισμα που έγινε την 1η Οκτώβρη αφορούσε μόνο στην Αυτονομία της Καταλονίας και τη δική της ανεξαρτησία. Οι υπόλοιπες «καταλανικές χώρες» (όπως τις αποκαλεί το εθνικιστικό ιδεολόγημα) δεν επιθυμούν ούτε την ανεξαρτησία ούτε την ένωσή τους με την Καταλονία.
Το 2005 επιχειρήθηκε η αλλαγή του καθεστώτος της Αυτονομίας της Καταλονίας, με βελτιωμένους όρους ως προς μια μεγαλύτερη αυτονομία και –κυρίως- με διακοπή της υποχρέωσης της Καταλονίας να βοηθάει οικονομικά τις υπόλοιπες ισπανικές Αυτονομίες. Το νομοσχέδιο μπλοκαρίστηκε οριστικά το 2010 από το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ισπανίας, παρά το ότι είχε εγκριθεί από δημοψήφισμα στην Καταλονία το 2006, όπου -με την αποχή να κυμαίνεται στο 51%- το 74% το αποδέχθηκε. Σταθερά τα τελευταία χρόνια, πριν και κατά τη διάρκεια της κρίσης, η Καταλονία έχει ένα από τα υψηλότερα ΑΕΠ συγκριτικά με τις υπόλοιπες Αυτονομίες, οπότε μέρος των εσόδων της μεταφέρεται για την οικονομική στήριξη φτωχότερων Αυτονομιών. Αυτό το σύστημα κρατικής αναδιανομής των πόρων ήταν που επιθυμούσε να αποτινάξει από πάνω της η καταλανική αστική τάξη, αλλά δεν τα κατάφερε. Αυτό είναι κι ένα από τα κύρια επίδικα της σημερινής κατάστασης, το οποίο συνδυάζεται άμεσα και με την πρόθεση δημιουργίας ενός καταλανικού κυβερνητικού εισπρακτικού μηχανισμού, ο οποίος δε θα λογοδοτεί στα κεντρικά ισπανικά όργανα.
Η οικονομική πλευρά του καταλανικού ζητήματος έχει δυο βασικούς άξονες. Το καταλανικό κεφάλαιο δεν επιθυμεί την απόσχιση από την Ισπανία, καθώς αυτή θα σημάνει απώλεια του ευρώ και της σταθερότητας, καθώς και της αδασμολόγητης εξαγωγής προϊόντων προς την κύρια αγορά του, την Ισπανία, αλλά και την υπόλοιπη Ευρώπη. Επιθυμεί, όμως, μια Αυτονομία της Καταλονίας με αναβαθμισμένες αρμοδιότητες, αφού έτσι θα βρεθεί σε προνομιακή θέση, καθώς τα συμφέροντά του θα εξυπηρετούνται καλύτερα και πιο άμεσα από το νεοφιλελεύθερο καταλανικό κυβερνητικό συνασπισμό, ο οποίος θα έχει αποτινάξει από πάνω του τον κεντρικό δημοσιονομικό έλεγχο της Μαδρίτης και την υποχρέωση να διοχετεύει μέρος των εσόδων του στις υπόλοιπες ισπανικές περιοχές. Ταυτόχρονα η αυξημένη αυτονομία θα μπορούσε να ανοίξει το δρόμο για απευθείας συνδιαλλαγή με την ΕΕ και διεκδίκηση αυξημένων πόρων, μια χρόνια απαίτηση του καταλανικού κεφαλαίου και της καταλανικής κυβέρνησης που βλέπουν με κακό μάτι την από κοινού μοιρασιά των ευρωπαϊκών κονδυλίων με τις φτωχότερες ισπανικές Αυτονομίες. Η προφανής αυτή επιδίωξη καθίσταται σαφής και από τη ρητορική που συνοδεύει το αφήγημα της ανεξαρτητοποίησης: Οι εμπνευστές του δημοψηφίσματος επιθυμούν μια Καταλονία εντός του ευρώ, της ΕΕ, του ΝΑΤΟ και δεν ευαγγελίζονται καμιά πολιτική ή οικονομική ρήξη σε περίπτωση απόσχισης.
Ο δεύτερος άξονας είναι η ταξική προέλευση του αιτήματος για ανεξαρτησία. Βάσει στοιχείων της ίδιας της καταλανικής στατιστικής υπηρεσίας, το στατιστικό προφίλ των υποστηρικτών της απόσχισης είναι αυτό των πολιτών με μέσο και μεγάλο εισόδημα, καταλανική καταγωγή μέχρι τους παππούδες και τις γιαγιάδες και υψηλότερο επίπεδο μόρφωσης. Η στήριξη προς την ανεξαρτησία φθίνει όσο πέφτει το εισόδημα, το μορφωτικό επίπεδο και η καταγωγή γίνεται πιο «ισπανική». Με άλλα λόγια, αν κάποιος θα ήθελε να αποδώσει με μια εύκολη καρικατούρα την ταξική προέλευση της ψήφου, αυτή θα ήταν σίγουρα: «Οι πλούσιοι ψηφίζουν ανεξαρτησία». Οι δε φτωχοί, ο «απλός λαός» όπως θα μπορούσε να πει μια πιο λαϊκίστικη προσέγγιση είναι σε μεγάλο ποσοστό ενάντιοι ή αδιάφοροι. Αντίστοιχα, σε εύπορες περιοχές της καταλανικής επαρχίας, όπου ζουν οικογένειες με καταλανική παράδοση η ανεξαρτησία έχει συντριπτική αποδοχή σε σχέση π.χ. με την ταξικά διαφοροποιημένη περιοχή των προαστίων της Βαρκελώνης. Σε κάθε περίπτωση τα γκάλοπ των καταλανικών μέσων έδειχναν πριν το δημοψήφισμα και την ωμή επέμβαση του ισπανικού κράτους, ότι μόλις το 42% στήριζε την ανεξαρτησία. Επιλογικά, η καταλανική αστική τάξη, η οποία εκπροσωπείται από τον κυβερνώντα συνασπισμό του προέδρου Πουτζδεμόντ και αποτελείται από ένα κεντροδεξιό κόμμα (που έχει συνεργαστεί ουκ ολίγες φορές στην κεντρική ισπανική σκηνή με το κυβερνών δεξιό PP για να στηρίξει πολιτικές λιτότητας) και το καταλανικό… Πασόκ, διακηρύσσει την ανεξαρτησία, αλλά δεν την επιθυμεί. Θέλει απλά μια πιο αυξημένη οικονομική αυτονομία.
Αυτό το κείμενο ξεκίνησε να συζητιέται και να συντάσσεται την επαύριο του δημοψηφίσματος. Τα γεγονότα επιβεβαιώνουν το σκεπτικό μας, καθώς στο ιστορικό διάγγελμα της ανεξαρτησίας, την Τρίτη 10 Οκτώβρη, ο Πουτζδεμόντ δεν είχε ως πολιτικός πρόβλημα να αψηφήσει τη «λαϊκή βούληση» των χιλιάδων ανθρώπων που χειρίστηκε και κινητοποίησε και που περίμεναν την Ανεξαρτησία έξω από το κοινοβούλιο. Εξυπηρέτησε τα συμφέροντα που τον στηρίζουν. Με μια ασαφή τοποθέτηση επέστρεψε το μπαλάκι στη Μαδρίτη: «Να συνδιαλλαγούμε να δούμε τι μας προσφέρετε» σαν να τους είπε. Βεβαίως, η δεξιά ισπανική κυβέρνηση που με τη σκληρή της στάση συσπειρώνει την εκλογική της βάση και επιδεικνύει «υπεύθυνη» στάση, συνεχίζει άκαμπτη και του ζητάει να ξεκαθαρίσει τη στάση του, ώστε να ξέρει το κράτος αν θα κηρύξει την Καταλονία σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και θα καθαιρέσει την εκλεγμένη ηγεσία της. Αυτή η κατάληξη θα ήταν μονόδρομος, όποιο κι αν ήταν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος και όποια στιγμή κι αν γινόταν μια αντίστοιχη κίνηση. Κανένα κράτος δεν εκχωρεί έτσι την εξουσία του και την εδαφική του ακεραιότητα. Όσο για το πικραμένο πλήθος που έφυγε βουβό από τη συγκέντρωση έξω από το κοινοβούλιο, θα έπρεπε να γνωρίζει ότι αυτό συμβαίνει όταν καλείται να πάρει θέση σε κρατικά επιβαλλόμενα διλλήματα και κινείται στο πλαίσιο που ορίζουν οι κυρίαρχες πολιτικές και οικονομικές ελίτ.
Όπως ήταν αναμενόμενο, τα γεγονότα της Καταλονίας απασχόλησαν και το εδώ αναρχικό κίνημα. Διάφοροι λόγοι συνέτειναν σε αυτό: Η ιστορικότητα της Βαρκελώνης σε σχέση με το αναρχικό κίνημα, η βίαιη αστυνομική καταστολή των καταλανών, οι συνακόλουθες απεργίες, η αμεσοδημοκρατικότητα που επικαλούνται τα αφηγήματα των δημοψηφισμάτων και οι παραλληλισμοί με το εδώ δημοψήφισμα, καθώς και ο συσχετισμός του εθνικοαπελευθερωτικού συναισθήματος με τις επαναστατικές προοπτικές και την κοινωνική ανατροπή είναι κάποιοι από τους κύριους λόγους.
Ως προς την ιστορική σχέση αναρχικών και καταλανών εθνικιστών, οι σχέσεις υπήρξαν –με ελάχιστες εξαιρέσεις- πάντα οι χειρότερες. Η CNT είχε απήχηση στα φτωχά στρώματα των εργατών που συνέρρεαν στη Βαρκελώνη για να εργαστούν στα εργοστάσια του καταλανικού κεφαλαίου. Πριν την εξέγερση του 1934, όπου οι αυτονομιστές συνέπραξαν με τους σοσιαλιστές ενάντια στο δεξιό κράτος, η καταλανική στασιαστική κυβέρνηση συνέλαβε πλήθος στελεχών της CNT, για να εμποδίσει τους αναρχικούς να αναλάβουν δράση στην περιοχή. Οι καταλανοί μπάτσοι του 1931-36 υπήρξαν ακούραστοι βασανιστές των αναρχικών αγωνιστών. Οι δε καταλανοί πολιτικοί υπήρξαν μπροστάρηδες στις πολιτικές μηχανορραφίες εις βάρος των CNT-FAI στον εμφύλιο και στα γεγονότα του Μάη του 1937 και –καθώς το κομμουνιστικό κόμμα ήταν ανύπαρκτο στη Βαρκελώνη- ανέλαβαν αυτοί την πρωτοβουλία ανάσχεσης της Επανάστασης μέσα από την παρελκυστική τους δράση. Η μόνη συναισθηματική κοινότητα που διαχρονικά υπήρξε ήταν αυτή του μίσους προς το κεντρικό φασιστικό κράτος της Μαδρίτης, κυρίως κατά τη δικτατορία.
Ως προς την αστυνομική βία, προφανώς και είμαστε ενάντιοι και ενάντιες σε κάθε αντίστοιχη εικόνα μπάτσων ενάντια σε πλήθος, πολλώ δε μάλλον σε ένα ειρηνικό και άοπλο πλήθος που απλώς φωνάζει “Votarem”, δηλαδή «θα ψηφίσουμε». Στεκόμαστε ενάντια σε κάθε κατασταλτικό μηχανισμό και το καθεστώς τρόμου που έχει επιβληθεί σε πολλές περιοχές της Kαταλονίας. Δυστυχώς, όμως, δεν υπήρξε αντίστοιχη πάνδημη καταδίκη όταν οι Mossos d’Esquadra, η αστυνομία της Αυτονομίας της Καταλονίας, έδερνε μαζικά, έβγαζε μάτια συντρόφων με πλαστικές σφαίρες, επέβαλλε τις κατασχέσεις σπιτιών για χρέη, κατέστελλε όλες τις απεργιακές κινητοποιήσεις, το κίνημα των πλατειών, τις ελευθεριακές καταλήψεις κ.ο.κ.. Η λογική της θυματοποίησης λειτούργησε υπέρ του σκοπού της καταλανικής κυβέρνησης, αλλά εμείς ως αναρχικοί, ως προνομιακοί αποδέκτες της κρατικής καταστολής οφείλουμε να αντιλαμβανόμαστε τα όρια μεταξύ συμπάθειας και αλληλεγγύης. Δεν είναι τυχαίο ότι σκληρότερου τύπου κρατική καταστολή υπάρχει σε πολλά σημεία του κόσμου εις βάρος κινημάτων με λαϊκό έρεισμα που υποδαυλίστηκαν από αντιδραστικές ελίτ ή εμφορούνται από αμφιλεγόμενα προτάγματα και πως για αυτή την καταστολή δείχνουμε αδυναμία να εκφραστούμε και να πάρουμε σαφή θέση ως χώρος.
Σταθήκαμε αλληλέγγυοι στον αγώνα των καταλανών διαδηλωτών όταν περικύκλωναν το καταλανικό κοινοβούλιο (με τους καταλανούς κεντροδεξιούς πάλι στην κυβέρνηση) το 2011 και ανάγκαζαν τους πολιτικούς να προσέλθουν με ελικόπτερο για να ψηφίσουν τον προϋπολογισμό λιτότητας. Σταθήκαμε αλληλέγγυοι όταν η καταλανική αστυνομία συνέδραμε στις αντιτρομοκρατικές επιδρομές του σχεδίου Πανδώρα ή κατέστελλε τους συντρόφους που αγωνίζονταν να κρατήσουν την κατάληψη Can Vies. Αλλά η αλληλεγγύη τροφοδοτείται και προκύπτει από κοινά οράματα, αλλιώς εκπίπτει σε απλή έκφραση συμπάθειας. Και το επίδικο, το όραμα σε αυτή την περίπτωση, είναι η καταλανική ανεξαρτησία ως αίτημα και επιδίωξη της καταλανικής αστικής τάξης.
Η συμπόρευση του αντικαπιταλιστικού CUP (Λαϊκού Κόμματος) με το αίτημα για ανεξαρτησία δεν είναι ικανός παράγοντας για να μας κάνει να σταθούμε αλληλέγγυοι στον καταλανικό σκοπό , καθώς το ερώτημα του δημοψηφίσματος, οι όροι μιας πιθανής ανεξαρτησίας, ο λόγος για τον οποίο αυτό γίνεται είναι στοιχεία ξεκάθαρα ξένα προς οποιαδήποτε ελευθεριακή λογική, προς οποιαδήποτε κοινωνική χειραφέτηση. Η ανεξαρτησία δε συνοδεύεται από ένα πρόγραμμα αυτοδιάθεσης και αυτονομίας ούτε από μια προοπτική ομοσπονδοποίησης της ισπανικής επικράτειας. Το αντικαπιταλιστικό και ελευθεριακό πρόταγμα θα ήταν το πρώτο που θα τύγχανε καταστολής σε μια ανεξάρτητη Καταλονία, που θα ήταν το αποτέλεσμα των πολιτικών δυνάμεων που την επιδιώκουν. Μια ανεξαρτησία χωρίς κοινωνικά και κοινοτικά χαρακτηριστικά, χωρίς ταξικό πρόσημο, χωρίς επαναστατικό πρόγραμμα, δεν έχει καμία σχέση με τις ελευθεριακές αρχές. Ως αναρχικοί δεν πιστεύουμε στη θεωρία των σταδίων, σε καλά και χειρότερα κράτη, αλλά στην αυτοδιεύθυνση, την αντιιεραρχία και την άμεση δράση. Όταν απαρνούμαστε τις βασικές μας αρχές και μπαίνουμε σε λογικές «μικρότερου κακού», «ρεαλισμού» και προσαρμοστικότητας, κινδυνεύουμε να γίνουμε απλά δεκανίκια των κρατικών επιλογών.
Αν το δημοψήφισμα στην Καταλονία ήταν αποτέλεσμα μιας λαϊκής πίεσης με προοδευτικά χαρακτηριστικά, αυτή η κουβέντα θα γινόταν σε διαφορετική βάση. Δυστυχώς, ένα μέρος των ανθρώπων που συντάσσεται με τις καταλανικές κυβερνητικές επιλογές, είναι οι ίδιοι και οι ίδιες που πολέμησαν ενάντια στη λιτότητα, υπέρ της αυτοδιεύθυνσης μέσα από το κίνημα των πλατειών, ενάντια στην ίδια την κυβερνητική ελίτ που οργάνωσε το δημοψήφισμα. Σήμερα στέκονται σύμμαχοι αυτής της ελίτ, επηρεασμένοι από το παντοδύναμο εθνικιστικό αφήγημα, διανθισμένο με ολίγη από αντιφρανκισμό, Μπαρτσελόνα και πασιφιστική κοινωνική ανυπακοή. Το πόσο εύκολα καναλιζάρεται στις μέρες μας μια αντισυστημική κοινωνική προδιάθεση προς πατριωτικά και εθνικά ιδεολογήματα είναι ένα γεγονός που πρέπει να μας προβληματίζει.
Στην Ισπανία, όπως και στην Ελλάδα, ο σκοπός του επαναστατικού κινήματος είναι να ανασυνταχθεί μετά από τα απανωτά χτυπήματα της καταστολής και την κοινωνική κατήφεια της λιτότητας και της αποτυχίας των κινημάτων των πλατειών και να δουλέψει σταθερά και μεθοδικά με γνώμονα τα ελευθεριακά προτάγματα. Η ανάθεση της ζωής μας στα χέρια κομμάτων, πολιτικών και πεφωτισμένων πρωτοποριών δε θα μπορέσει ποτέ να φέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Η επιδίωξη της πολιτικής αστάθειας μπορεί να καρποφορήσει μόνο αν υπάρχει οργάνωση και δομές από τα κάτω για να την εκμεταλλευτούν και να δώσουν προοπτικές αγώνα, προοπτικές κοινωνικής και ταξικής χειραφέτησης. Διαφορετικά, απλά στρώνουμε το δρόμο στην αντίδραση και στις κρατικές δομές.
Δ.Β. από Πετράλωνα
Κ.Φ. από Κυψέλη